Έχεις νιώσει ποτέ σαν πληγωμένο ζώο ενώ στον ουρανό γυροφέρνουν οι γύπες;
Πώς να αγνοήσεις εκείνο το ντύσιμο με τη μπλε φόρμα, εκείνο το παγερό κρύο ή την ιδέα του να φτεροκοπά αδιάκοπα, ανήσυχα; Πως να μην σκεφτείς με μίσος εκείνη την κραυγή του συντρόφου που τον δένουν, εκείνο το κλάμα της ψυχής, τη θανάσιμη πληγή στην περηφάνια του, εκείνο το θάψιμο της λέξης συμπόνια ανάμεσα στους ανθρώπους, εκείνα τα κάγκελα, τις χειροπέδες, εκείνα τα γουρουνίσια βλέμματα, εκείνα τα κελιά, εκείνον το μικρόκοσμο της κόλασης που έμοιαζε να μην ανυψώνεται ποτέ; Ή εκείνο το σιωπηλό μίσος και εκείνη τη σαδιστική και ονειρώδη εκδίκηση τις νύχτες της αγρύπνιας όταν ο νους πλανιόταν μνησίκακος και ο τύραννος της καρδιάς εκκολαπτόταν στα πιο μεγάλα βάθη της ψυχής; Πως να αγνοήσεις εκείνη την παρακολούθηση, το βιασμό της εσωτερικότητας σου που τη διακορεύουν βρώμικα μέσα απο το παραθυράκι επιτήρησης ή εκείνη την αδιάκοπη, ποταπή προσβλητικότητα του φάσματος του δεσμοφύλακα που ψάχνει το αδύνατο σημείο του αιχμάλωτου ανθρώπου για να τον σπρώξει στην αυτοκτονία, στην τρέλα, στην απόγωνση; Πως μπορεί ένας άνθρωπος να επιβιώσει μετά απο όλα αυτά και
να’ ναι φυσιολογικός;
Εκεί δεν υπήρχαν επικίνδυνοι άνθρωποι: εκεί κατασκευάζονταν επικίνδυνοι άνθρωποι και αυτό ήταν πολύ διαφορετικό.
«Για να γράψω αυτό το ντοκουμέντο χρειάστηκαν πολλά μαρτύρια, πολύς πόνος, πολλοί θάνατοι. Το βιβλίο αυτό δεν αφηγείται μια ιστορία που αποτελεί εξαίρεση αλλά μιλά για μια ιστορία θλιβερά επαναλαμβανόμενη στις ισπανικές φυλακές. (…)
Έπειτα απο πολλά χρόνια απομόνωσης μαθαίνεις πολλά πράγματα για τους ανθρώπους και είναι αλήθεια ότι πολλά απο αυτά τα πράγματα δεν είναι παρα καρπός της ίδιας μας της βαναυσότητας. (..) Τα περισσότερα διδάγματα αυτού του βιβλίου τα έχω πάρει απο αυτούς και αυτές, απο τα γράμματα και τα χαμόγελα τους, απο τις εξεγέρσεις και την επαναστατικότητα τους, απο την τρομερά μεγάλη ανθρωπιά με την οποία μου πρόσφεραν το καλύτερο. (…)
Πίστεψα πάντα στον ελεύθερο και ανεξάρτητο άνθρωπο και όχι στους θεσμούς. (…) Ελπίζω αυτές οι γραμμές να δώσουν κάποια βοήθεια και να σώσουν τουλάχιστον μια ελπίδα, να τροφοδοτήσουν μια ουτοπία. (…) Μακάρι να χρησιμεύσουν και να μην έρθει κάποιο απο τα παιδιά της γειτονιάς να πιάσει το κελί που θα μείνει ελεύθερο μόλις η φυλακή ξεράσει το πτώμα μου. (…) Αν γίνονταν αυτά θα ήμουν ευχαριστημένος. Καθώς όμως πλησιάζει το μέλλον που κυοφορεί γεγονότα, αυτά που μέλλονται να γίνουν, το μολύβι μου θροίζει στους ψυχρούς τοίχους αυτού του κρύου τσιμεντένιου τάφου, που είναι χτισμένος πάνω στην κρύα σας συνείδηση. Θρόισμα που ανατριχιάζει το δέρμα και μπροστά του και εγώ νιώθω κρύο, ένα κρύο ηθικό και ανθρώπινο… Δε θ’αφήσω να σκοτώσουν τα συναισθήματα μου, ούτε τη γνώμη μου, ούτε να σβήσουν την κραυγή μου, ούτε την παιδικότητα μου, ούτε την ελευθερία που νιώθω να πάλλεται μέσα μου. Δεν θ’αφήσω να αλυσοδέσουν τις αξίες μου με ψέματα αυτές αποτελούν το άλας ύπαρξης μου, την τροφή μου. Δεν είμαι βογγητό, είμαι κραυγή πολέμου μέσα απο την ατελείωτη νύχτα της σκοτεινιάς των φυλακών.»
Χοσέ Τάριο Γονσάλες
Φυλακές Τόπας (Σαλαμάνκα)
18 Μαρτίου 1996