«“Ήταν ή αυτές ή εμείς”. Βγάζουν τα μάτια, σκοτώνοντας έτσι το βλέμμα, τις συνθλίβουν, τις χαρακώνουν, λερώνουν τη μια με το αίμα περιόδου της άλλης. Σκοτώνουν για  ν’ απαλλαγούν από τη ζωή που δεν διάλεξαν».

Μια γεύση από εκείνες που διέπραξαν ένα έγκλημα που συγκλόνισε τη γαλλική κοινωνία στη δεκαετία του ’30. Εκείνες είναι η Κριστίν και η Λεά Παπέν, οι οποίες ύστερα από επτά συναπτά έτη στην υπηρεσία της οικογένειας Λανσελέν, κατακρεούργησαν τις κυρίες του σπιτιού. Η θεατρική παράσταση Folie à deux , είναι αυτή που εμπνεύστηκε από την αληθινή ιστορία των αδελφών Παπέν και μέσα από την έρευνα τους η Δήμητρα Σπανούληκαι η Σαμπρίνα Μπροντέσκουαναζητώντας την αιτία πίσω από την εγκληματική πράξη παρουσιάζουν σε σκηνοθεσία Πηνελόπης Μωρούτ την ελληνιστί Δυαδική Τρέλα. Όλα ξεκίνησαν από τις Δούλες του Ζενέ, όπως μας λένε οι ερμηνεύτριες αλλά τελικά η αληθινή ιστορία από την οποία είναι εμπνευσμένες, τις κέρδισε περισσότερο για να ερευνήσουν εξονυχιστικά και να δώσουν φωνή και υπόσταση σε αυτό το αιμομικτικό δίδυμο των Παπέν που μας καλούν να ανακαλύψουμε:

Ξεκινώντας από την αληθινή ιστορία της παράστασης Folie à deux, της αποτρόπαιης  δολοφονίας της 2ης Φεβρουαρίου 1933 στη Γαλλία. Τι σας ενέπνευσε για να ξεκινήσετε την έρευνα και τη μεταφορά της σε θεατρικό έργο;

Μετά την αποφοίτησή μας από τη Δραματική σχολή θέλαμε να ανεβάσουμε τιςΔούλες του Ζαν Ζενέ. Ξεκινήσαμε να ερευνούμε το υλικό αυτό και στην πορεία συνειδητοποιήσαμε ότι αφιερώναμε πολύ χρόνο στην αναζήτηση λεπτομερειών και στοιχείων που είχαν να κάνουν με την αληθινή ιστορία από την  οποία εμπνεύστηκε και ο Ζενέ. Αναφερόμαστε, φυσικά, στην περίπτωση των αδελφών Παπέν. Η Κριστίν και η Λεά Παπέν, ύστερα από επτά συναπτά έτη στην υπηρεσία της οικογένειας Λανσελέν, κατακρεούργησαν τις κυρίες του σπιτιού, ένα έγκλημα που συγκλόνισε τη γαλλική κοινωνία στη δεκαετία του ’30. Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ιστορία είναι σχεδόν φρικιαστική, μας ενδιέφερε πολύ να αναμετρηθούμε με την περιοχή αυτή, την έντονη ψυχική διαταραχή. Εστιάσαμε από την αρχή στην ανθρώπινη πλευρά αυτών των πλασμάτων. Φάνταζε ελκυστικό το να τους δώσουμε φωνή, υπόσταση γιατί δεν τους δόθηκε η ευκαιρία ποτέ να εκφραστούν – να δούμε και να ακούσουμε τη δική τους εκδοχή. Αυτό που μας γοήτευσε στην ιστορία αυτή ήταν ότι δεν επρόκειτο για μυθοπλασία – όλα αυτά που είχαμε διαβάσει, οι αναλύσεις, οι περιγραφές ήταν όλα αλήθεια, είχαν γίνει στην πραγματικότητα.

Πήγατε ακόμα και στο Παρίσι, στην πόλη Le Mans, όπου ζούσαν και εργάζονταν οι αδελφές Παπέν, όπου κι έγινε η δολοφονία. Πώς βιώσατε την εμπειρία – τη σύνδεση του ίδιου του χώρου και με ποιο τρόπο σας βοήθησε αυτό τελικά υποκριτικά;

Το ταξίδι μας στη Le Mans ήταν μια πολύ δυνατή  εμπειρία. Υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός και όρεξη να ανακαλύψουμε νέα στοιχεία για την ιστορία- νιώθαμε σαν ερευνητές. Βρήκαμε το σπίτι, όπου εργάζονταν οι αδελφές Παπέν, καθίσαμε αμίλητες στο απέναντι πεζούλι, κοιτάζαμε το σπίτι επί μια ώρα περίπου και περιμέναμε – δεν έχουμε ιδέα τι ακριβώς… Φυσικά δεν συνέβη τίποτα. Από την εσωτερική αυλή του σπιτιού ακούγονταν φωνές από τους σημερινούς ενοίκους. Φτιάχναμε υποθετικά σενάρια: ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πιθανές διαδρομές τους στην πόλη; Είχαμε την αίσθηση ότι υπάρχει το στίγμα τους σε όλη την πόλη. Ο καθολικός ναός, στον οποίο σίγουρα πήγαιναν, μας φάνηκε τρομακτικός, γοτθικού στυλ, σαν στοιχειωμένος. Οι ναοί στη Δυτική Ευρώπη έχουν κάτι το τρομακτικό, ίσως για να θυμίζουν στον άνθρωπο το πόσο μικρός είναι.

Το ταξίδι μάς βοήθησε να συνδεθούμε ακόμα περισσότερο με τις δύο γυναίκες, φορτιστήκαμε ενεργειακά. Από την στιγμή που επισκεφτήκαμε την πόλη τους ήταν σαν να άλλαξε κάτι μέσα μας για πάντα. Πεισμώσαμε και έγινε ξεκάθαρο πλέον πως για αυτές θέλουμε να μιλήσουμε και εγκαταλείψαμε τις Δούλες… Καταλάβαμε ότι αυτές οι γυναίκες μπορεί και να μην είχαν επιλογή, εγκλωβισμένες σε μια καθημερινότητα. Δούλευαν και μόνο τις Κυριακές έβγαιναν για να πάνε στην πρωινή λειτουργία, κλεισμένες ουσιαστικά σε ένα σπίτι. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά  αποτρόπαια εγκλήματα γίνονται σε κλειστές κοινωνίες. Αισθανθήκαμε την πνιγερή ατμόσφαιρα, όπου δεν μπορείς να ξεφύγεις από τα βλέμματα των ανθρώπων σε μία μικρή συντηρητική κοινωνία. Την πνιγηρότητα που μπορεί να αισθάνεται κάποιος που ζει σε μια τέτοια κοινωνία.

Μιλήστε μας για το πώς προσεγγίζετε την αρρωστημένη σχέση των δυο ατόμων – ηρωΐδων που ενώνονται για το έγκλημα.

Ερευνούμε τη σχέση μέσα από δίπολα : καλό – κακό, άσπρο – μαύρο, φως – σκοτάδι , φωνές – σιωπή. Η μια συμπληρώνει την άλλη στον χώρο, είναι δύο διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό που τις ενώνει είναι η έλλειψη αγάπης και τρυφερότητας. Η μια βρίσκει στην άλλη ένα καταφύγιο – δημιουργείται μια αγάπη άρρωστη, εξαρτητική, καταβροχθιστική. Γίνονται ένα, οχυρώνονται απέναντι στους φόβους και τις οδύνες της ζωής. Η αιμομιξία ήταν ένα φυσικό επακόλουθο, ίσως είναι ο μεγαλύτερος έρωτας που θα μπορούσαν να έχουν. Τα θέλουν όλα η μια από την άλλη: τον έλεγχο, την αποκλειστικότητα. Βλέπουμε να ξεπετάγονται κρυφές επιθυμίες. Ενώνονται απέναντι στις Κυρίες του σπιτιού, σκοτώνουν για να μην τις χωρίσουν, σκοτώνουν το επικριτικό βλέμμα της Κυρίας και τη γοητεία της Δεσποινίδος. Αυτές είναι το εμπόδιο της ευτυχίας τους. Μετά θα ξεγυμνωθούν, θα σωπάσουν και θα γίνουν ένα.

Από την «υποταγή στην εξέγερση», πώς η ψυχολογική αυτή πορεία – διαδικασία σωματοποιείται στο θέατρο;

Προσπαθούμε να μείνουμε συνεπείς και πιστές σε μια φόρμα και στην κατεύθυνση που επέλεξε η σκηνοθέτις μας Πηνελόπη Μωρούτ. Πρόκειται για μια πάλη ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω. Το σώμα παλεύει με το λογικό και το παράλογο, ακροβατεί ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Το σώμα αντιστέκεται αλλά η εμμονή σιγά σιγά ξεσπάει. Στο σώμα εντοπίζεται όλος ο καθωσπρεπισμός ενώ την ίδια στιγμή το στόμα ξερνάει όλη την αλήθεια.

Από τη θεατρική εμπειρία σας και τη βύθιση στους χαρακτήρες της Κριστίν και της Λεά Παπέν, τελικά πώς πιστεύετε ο άνθρωπος ότι φτάνει στο σημείο να βγάλει τα μάτια ενός άλλου ανθρώπου;

Αν συναισθανθούμε την ασφυκτική καθημερινότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν, τις πολυάριθμες και επίπονες ώρες εργασίας, αν λάβουμε υπόψιν το οικογενειακό background. Είναι δυο παιδιά που έχουν βιώσει εγκατάλειψη. Λέγεται πως ο πατέρας τους είχε βιάσει τη μεγαλύτερη αδελφή τους Εμιλιά, η οποία έγινε καλόγρια. Έχουν μεγαλώσει σε ορφανοτροφεία και αναμορφωτήρια, ο κόσμος που έχουν γνωρίσει είναι ένας κόσμος γεμάτος από απαγορεύσεις και ενοχές. Καταλήξαμε πως κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει επικίνδυνος όταν στερείται απόλαυσης.

Κλιμακωτά στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Παπέν χτυπήθηκαν απ’ όλα τα μέτωπα : εγκαταλείφθηκαν από την οικογένειά τους, δεν έζησαν τη παιδική τους ηλικία, γαλουχήθηκαν από σκληροπυρηνικές καλόγριες της εποχής και επί χρόνια υπέμεναν τις φωνές και τις διαταγές των αφεντικών τους. Δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να είναι κύριοι του εαυτού τους, δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να υπάρξουν αυτόνομα κάνοντας τις δικές τους επιλογές. Ήταν «καλοκουρδισμένα αυτόματα για τις δουλειές του σπιτιού» – είχαν μόνο η μια την άλλη. Αυτή ήταν ίσως και η αφορμή για τον φόνο. Οι Κυρίες του σπιτιού ανακαλύπτουν την αιμομικτική σχέση τους και αυτές τις σκοτώνουν ενστικτωδώς. Σε μια κατάθεσή τους είχαν πει «ήταν ή αυτές ή εμείς». Βγάζουν τα μάτια σκοτώνοντας έτσι το βλέμμα, τις συνθλίβουν, τις χαρακώνουν, λερώνουν τη μια με το αίμα περιόδου της άλλης. Σκοτώνουν για  ν’ απαλλαγούν από τη ζωή που δεν διάλεξαν. Δεν θεωρούμε ότι η κατάληξη που είχαν ήταν απίθανη, έχοντας ήδη προδιάθεση ψυχικής διαταραχής από το οικογενειακό τους περιβάλλον και λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψιν.

Μιλήστε μας λίγο για τη διαδικασία της έρευνας για τη συγκεκριμένη υπόθεσή αλλά και την απόφασή σας να την προσεγγίσετε ψυχογραφικά και να ψάξετε την αιτία της ανθρώπινης αλλά αποτρόπαιας πράξης.

Αυτό που συνειδητοποιήσαμε μέσα από την έρευνά μας και την ενασχόληση μας με το υλικό της συγκεκριμένης ιστορίας (μελετήσαμε Lacan, άρθρα ψυχολογίας, βιβλία της Φωτεινής Τσαλίκογλου, ντοκιμαντέρ, ταινίες που εμπνεύστηκαν από την ιστορία) ήταν ότι όλα οδηγούσαν στη συγκεκριμένη κατάληξη – σαν να ήταν καταδικασμένες να οδηγηθούν στην καταστροφή.

Είτε είσαι ψυχικά υγιής είτε πάσχεις από ψυχωσικές διαταραχές, τα αίτια που μπορούν να σε οδηγήσουν σε έναν φόνο δεν έχουν τεράστιες διαφορές. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμα τεράστιες προκαταλήψεις για τη σχιζοφρένεια. Εύκολα κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους σε επικίνδυνους ή μη. Αναμφίβολα τα ψυχικά ευάλωτα άτομα έχουν ανάγκη από αγάπη, αποδοχή και ελευθερία. Σε έναν άνθρωπο που είναι ψυχικά υγιής, αν του τα στερήσουν αυτά, έρχεται στην επιφάνεια το βαθιά κρυμμένο ζωώδες ένστικτο.

Ποιο είναι το πιο σοκαριστικό σημείο της ιστορίας που η καθεμία στάθηκε περισσότερο ή έμεινε κι έκπληκτη ή αποτέλεσε το έναυσμα για τη γέννηση του χαρακτήρα.

Δήμητρα Σπανούλη: Η Κριστίν Παπέν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, η έλλειψη που ένιωθε για την αδελφή της μέσα στη φυλακή ήταν τεράστια. Μετά τη μεταφορά της σε ψυχιατρικό άσυλο η ψυχική της κατάσταση επιδεινώθηκε και πέθανε από ασιτία και μαρασμό. Για μένα αυτό το γεγονός φανερώνει όλο τον ψυχικό κόσμο του χαρακτήρα. Η γυναίκα αυτή τρέφεται και κινείται μέσα από την ύπαρξη της αδελφής της. Για αυτήν σκοτώνει, αυτήν καταπιέζει παράλληλα, αυτήν θέλει να ελέγχει και να έχει ως ερωτικό σύντροφο. Εκείνη είναι ο έρωτάς της, το παιδί της, ο προστάτης της. Αυτό με φορτίζει συναισθηματικά και έτσι βρήκα μέσα μου, παραδόξως, ένα φωτεινό στοιχείο μέσα στη σκληρότητα του χαρακτήρα της. Ο φόνος από την πλευρά της είναι δείγμα αγάπης προς την αδελφή της. Ενώ βιαιοπραγεί και φαινομενικά είναι η πιο δυναμική, κατά βάθος είναι η πιο ευάλωτη αφού στην αληθινή ιστορία αυτή είναι που καταρρέει και αυτοκαταστρέφεται ενώ η Λεά επιβιώνει.

Σαμπρίνα Μπροντέσκου: Από την πρώτη στιγμή με είχε μαγνητίσει η περιγραφή του φόνου, ιδιαίτερα έτσι όπως αναφερόταν στα αποσπάσματα μιας μελέτης του Jacques Lacan: «η καθεμιά τους αρπάζει μια αντίπαλο, της ξεριζώνει, ενώ ακόμα είναι ζωντανή, τα μάτια από τις κόγχες, πράγμα ανήκουστο, είπαν, στα χρονικά των εγκλημάτων, και τη σκοτώνει χτυπώντας τη στο κεφάλι. Κατόπιν, βοηθούμενες απ’ ό,τι βρισκόταν μπροστά τους, σφυρί, τσίγκινη κανάτα, κουζινομάχαιρο, ορμούν μανιασμένα στο σώμα των θυμάτων τους, συνθλίβουν το πρόσωπό τους και, ξεγυμνώνοντας τα σεξουαλικά τους όργανα, κατακόβουν τα μπούτια και τους γλουτούς της μιας, πασαλείβοντας με αίμα τα οπίσθια της άλλης. Στη συνέχεια πλένουν τα σύνεργα αυτής της ειδεχθούς τελετουργίας, καθαρίζονται οι ίδιες και ξαπλώνουν στο ίδιο κρεβάτι. “Επιτέλους καθαρίσαμε!». Αυτά είναι τα μόνα λόγια που ανταλλάσσουν και τα οποία μοιάζουν να σηματοδοτούν την επάνοδο στη νηφαλιότητα, κενή από κάθε συναίσθημα, που διαδέχεται αυτό το λουτρό αίματος». Πάντα επιστρέφω στην αίσθηση φρίκης αλλά και περιέργειας που μου είχαν προξενήσει αυτά τα λόγια. Και σίγουρα η φωτογραφία τους – το πριν και το μετά – πως  από υπηρέτριες – υπόδειγμα μετατράπηκαν σε δύο άγρια θηρία. Η εικόνα αυτή, τα βλέμματά τους, εμπεριέχει ολόκληρη τη διαδρομή τους.

Η ομάδα σας λέγεται Gardenal Collective, κι εδώ συναντάμε, στο ίδιο το όνομά σας τη σύνδεση με το ψυχολογικό πεδίο. Σε αυτό σκοπεύετε γενικότερα να εστιάσετε; Πείτε μας για το όραμά της ομάδας σας.

Μέχρι στιγμής  μας ελκύει να ερευνήσουμε πιο σκοτεινές περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Αυτό μας γοητεύει υποκριτικά, περισσότερο γιατί και οι ίδιες έχουμε ίσως την ανάγκη να απαντήσουμε κάποια σχετικά ερωτήματα, χωρίς να σημαίνει ότι θα εγκλωβιστούμε σε αυτό. Μετά το Folie à deux σίγουρα υπάρχει η ανάγκη για εξερεύνηση μιας πιο ανάλαφρης ποιότητας. Το φως και το σκοτάδι άλλωστε  εναλλάσσονται καθημερινά στη ζωή μας. Το Gardenal μας παραπέμπει και σε κάτι ελπιδοφόρο και αισιόδοξο. Ονειρευόμαστε να συνεχίσουμε την εκπαίδευσή μας πάνω στην υποκριτική, να συνεργαστούμε και με άλλους καλλιτέχνες, να πειραματιστούμε και με άλλους τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης, να μένουμε δραστήριες, δημιουργικές και πιστές απέναντι σε αυτό που αγαπάμε.

Από τη μέχρι τώρα θεατρική εμπειρία και διαδικασία που λέγεται Folie à deuxδώστε μας με μια λέξη η καθεμία τι σημαίνει για εσάς;

Σαμπρίνα: Μάθημα

Δήμητρα: Ωρίμανση

Κείμενο: Kατερίνα Παρρή

[via]