ΜΙΣΕΛ ΝΤΕΤΙ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΛΑΚΑΝ
Μετάφραση: ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟY
Το 1932 ο Lacan παρουσίασε τη διδακτορική διατριβή του στην
ιατρική «Η παρανοϊκή ψύχωση και οι σχέσεις της µε την
πρoσωπικότητα», την οποία ακολούθησε, το 1933, µια µελέτη του
εγκλήµατος των αδελφών Παπέν.
Σε αυτό το κείµενο είναι ολοφάνερο ότι απέχει πολύ από τη
δηµιουργικότητα των σεµιναρίων του. Στην πραγµατικότητα, εδώ µελετά
τη διανοητική ασθένεια µε την ψυχιατρική έννοια, χωρίς ωστόσο να
βρίσκεται µακριά από τον Freud τον οποίο έχει ήδη διαβάσει πολύ λόγω
της εισόδου του στην ψυχανάλυση υπό τον Rudolph Loewen Stein.
Σε ένα φύλλο της Paris Soir στα τέλη Σεπτεµβρίου, ο Lacan
πέφτει πάνω σ’ ένα αποτρόπαιο έγκληµα που απέσπασε την προσοχή του
και επηρέασε σηµαντικά την ανάπτυξη της σκέψης του.
Παρουσιάζω τη σύνοψη που συνέταξε στα Γραπτά του σχετικά µε
αυτό το θέµα της επικαιρότητας:
Δυο αδελφές, η Κριστίν και η Λία Παπέν, ήταν για πολλά χρόνια
υπηρέτριες ευυπόληπτων αστών, σε µια µικρή επαρχιακή πόλη, ενός
δικηγόρου, της συζύγου και της κόρης του. Υπηρέτριες – πρότυπα
νοικοκυροσύνης, όπως ειπώθηκε. Υπηρέτριες-µυστήριο επίσης, διότι αν
και τα αφεντικά δεν ήταν καθόλου συµπαθείς ως άνθρωποι, δεν
µπορούµε να ισχυριστούµε ότι η υπεροπτική αδιαφορία του υπηρετικού
προσωπικού ήταν απλώς µια απάντηση σε αυτή τη στάση.
Οι δυο πλευρές είχαν διακόψει τη λεκτική επικοινωνία µεταξύ
τους. Αυτή η σιωπή, ωστόσο, δεν µπορούσε να είναι κενή, παρότι
φαντάζει σκοτεινή στα µάτια των πρωταγωνιστών. Ένα βράδυ, στις 2
Φεβρουάριου, αυτό το σκοτάδι έγινε πραγµατικότητα εξαιτίας µιας
συνηθισµένης βλάβης του ηλεκτρικού ρεύµατος. Την προκάλεσε ένας
αδέξιος χειρισµός των αδελφών (…). Πώς αντιµετώπισαν µάνα και κόρη
αυτή τη συµφορά όταν γύρισαν στο σπίτι και την ανακάλυψαν;
Τα λεγόµενα της Κριστίν διαφοροποιούνται σε αυτό το σηµείο. Όπως και
να ’χει, το δράµα ξεσπά πολύ γρήγορα και ως προς τη µορφή της
επίθεσης είναι δύσκολο να δεχτούµε µια άλλη εκδοχή από αυτή που
έδωσαν οι αδελφές, δηλαδή ότι ήταν ξαφνική, ταυτόχρονη, εξαρχής
εµφορούµενη από τον παροξυσµό της µανίας: η καθεµιά τους αρπάζει
µια αντίπαλο, της ξεριζώνει, ενώ ακόµα είναι ζωντανή, τα µάτια από τις
κόγχες, πράγµα ανήκουστο, είπαν, στα χρονικά των εγκληµάτων, και τη
σκοτώνει χτυπώντας τη στο κεφάλι.
Κατόπιν, βοηθούµενες απ’ ό,τι βρισκόταν µπροστά τους, σφυρί, τσίγκινη
κανάτα, κουζινοµάχαιρο, ορµούν µανιασµένα στο σώµα των θυµάτων
τους, συνθλίβουν το πρόσωπό τους και, ξεγυµνώνοντας τα σεξουαλικά
τους όργανα, κατακόβουν τα µπούτια και τους γλουτούς της µιας,
πασαλείβοντας µε αίµα τα οπίσθια της άλλης.
Στη συνέχεια πλένουν τα σύνεργα αυτής της ειδεχθούς τελετουργίας,
καθαρίζονται οι ίδιες και ξαπλώνουν στο ίδιο κρεβάτι. “Επιτέλους
καθαρίσαµε!». Αυτά είναι τα µόνα λόγια που ανταλλάσσουν και τα οποία
µοιάζουν να σηµατοδοτούν την επάνοδο στη νηφαλιότητα, κενή από
κάθε συναίσθηµα, που διαδέχεται αυτό το λουτρό αίµατος.
Ο Lacan υποβάλλει την ιδέα ότι κατά πάσα πιθανότητα έχουµε να
κάνουµε εδώ µε παράνοια, ασθένεια που γνώρισε µε αυτή την ονοµασία
στην ψυχιατρική εκπαίδευσή του. Ωστόσο δεν αρκεί να την
κατονοµάσουµε, γι’ αυτό µας προτείνει µια παρατήρηση πιο
προσαρµοσµένη στη συµπεριφορά του ασθενούς και συσχετισµένη µε
την προσωπικότητά του. Η παράνοια δεν παρουσιάζεται πλέον ως µια
ασθένεια βιοχηµικής ή κληρονοµικής προέλευσης, αλλά ως λογική
πορεία της προσωπικότητας του υποκειµένου. Μας µαθαίνει ότι η
επιθετικότητα είναι το ελατήριο της ψύχωσης, µια εντελώς “υποχρεωτική”
και πλήρως ασυνείδητη επιθετικότητα , αργότερα πρότεινε τον όρο
“αποκλεισµένη”, επίθεση καλυµµένη από ψεύτικες αιτίες, η οποία
εκφράζεται µε παραληρητικό λόγο.
Ο Lacan σηµειώνει, ήδη από το πρώτο αυτό κείµενο, την περίεργη
ροπή του ψυχωσικού να κάνει πράξη τις γλωσσικές µεταφορές µίσους,
όπως “θα του ξεριζώσω τα µάτια”, ανακατεύοντας έτσι το φαντασιακό µε
την πραγµατικότητα χωρίς καµιά διάκριση πλέον. Αν θέλουµε να το
απλουστεύσουµε κάπως, θα λέγαµε: ο ψυχωσικός, όπως κάθε ανθρώπινο
ον, έχει ένα ασυνείδητο που περιέχει όλες τις συναισθηµατικά
φορτισµένες εικόνες της παιδικής του ηλικίας – για παράδειγµα, η εικόνα
της µπάλας θαλάσσης, φορτισµένη µε την ανάµνηση µιας υπέροχης
µέρας στη θάλασσα, το πλαστικό παπάκι που θυµίζει τη στοργή της
µαµάς που µας κάνει µπάνιο, αλλά επίσης το κουτί µε τα σπίρτα,
φορτισµένο µε τη λύσσα αυτού που προξενεί πόνο, ή, ακόµα, το σφυρί,
φορτισµένο µε µίσος, υπεύθυνο για το σπασµένο δάχτυλο.
Αν ο νευρωσικός είναι ιδιαίτερα ικανός να ξεχωρίσει τα συναισθήµατα,
που συνδέονται µε τις εικόνες, από τα αντικείµενα, ο
ψυχωσικός έχει κλείσει το ασυνείδητό του, σε σηµείο που τα αντικείµενα
γίνονται η έδρα των συναισθηµάτων. “Αυτό το παπάκι µού φέρνει
γούρι”, “Αυτό το σφυρί µε µισεί”. Η µανία στρέφεται επίσης στους
ανθρώπους οι οποίοι, µε τα λόγια τους, µπορεί να υπενθυµίσουν ένα
µισητό γεγονός.
Ας φανταστούµε ότι µια προσβολή συνοδεύεται µε έντονο
σωµατικό ή συναισθηµατικό πόνο. Αυτή η ίδια προσβολή, απευθυνόµενη
προς τον ψυχωσικό στο µέλλον, θα τον καταστήσει επικίνδυνο, εφόσον
θα θέλει να καταστρέψει το αντικείµενο του πόνου, δηλαδή το πρόσωπο
που του απευθύνει το λόγο. Το µανιακό παραλήρηµα, µας εξηγεί ο Lacan
σε αυτό το κείµενο, είναι “… µια αιτιολογική και ταυτόχρονα αρνητική
υπερδοµή της εγκληµατικής παρόρµησης”.
Για παράδειγµα, δεν είναι δυνατόν για τις αδελφές Παπέν να
σκοτώσουν τις αφεντικίνες τους, επειδή το σίδερο του σιδερώµατος
έκαψε την ασφάλεια. Η µανία οικοδοµείται µε τέτοιο τρόπο ώστε
καθίσταται επιτακτικό στα µάτια τους να σκοτώσουν µάλλον αυτές που
ευθύνονται για το σκοτάδι και µετά την πράξη, να την αρνηθούν µε τη
µεγαλύτερη δυνατή ειλικρίνεια (µια από τις αδελφές, από τη φυλακή της,
ζητούσε συχνά να µαθαίνει νέα για τα αφεντικά της).
Στα “Πρώτα κείµενα πάνω στην παράνοια” ο Lacan παίρνει ήδη
κάποιες αποστάσεις από την ψυχιατρική νοσολογία. Δεν τον ενδιαφέρει
να ξέρει αν έχει να κάνει, στην περίπτωση των αδελφών Παπέν, µε
παρανοϊκές ή σχιζοφρενικές κρίσεις, η ετικέτα δεν πρόκειται να
θεραπεύσει. «… Οι συγγενείς µανιακές µορφές παραµένουν ενωµένες µε
µια κοινότητα δοµών που δικαιολογεί την εφαρµογή των ίδιων µεθόδων
ανάλυσης».
Στην περίπτωση των αδελφών Παπέν, γράφει ο Lacan, δεν είναι
µόνο η εγκληµατική πράξη που έχει παράξενες όψεις. Πράγµατι, ας
θυµηθούµε το τελετουργικό που περιβάλλει το έγκληµα και το καθιστά
εξάλλου τόσο φρικτό στα µάτια µας. Υπάρχουν, όπως λέει, κι άλλες
ανωµαλίες συµπεριφοράς. Η ψυχανάλυση µας έχει ήδη υπογραµµίσει την
ύπαρξη οµοφυλοφιλίας και σαδοµαζοχιστικής διαστροφής κατά το
πέρασµα στην ψυχωσική πράξη. Επίσης:
Πρέπει να οµολογήσουµε πως οι αδελφές φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν
µε ωµό, θα µπορούσαµε να πούµε, τρόπο αυτούς τους συσχετισµούς:
ο σαδισµός είναι προφανής στον τρόπο που εκτελέστηκαν τα
θύµατα και προσλαµβάνει τεράστια σηµασία υπό το φως αυτών των
δεδοµένων: η αποκλειστική στοργή των δύο αδελφών, το µυστήριο της
ζωής τους, οι παραδοξότητες της συνύπαρξής τους, η φοβισµένη εγγύτητά
τους στο ίδιο κρεβάτι µετά το έγκληµα. (Ψ 395)
Ακολουθώντας τον Freud επισηµαίνεται το λιβιδινικό ίχνος. Η
εσωτερική σεξουαλική ζωή συµµετέχει στο κίνητρο του εγκλήµατος των
δύο τεράτων. Το µυστήριο της σεξουαλικότητας , της αναπαραγωγής και
η ερωτηµατοθεσία που το συνοδεύει -από πού έρχοµαι, πού πηγαίνω,
ποια είναι η “αποστολή” µου – βρίσκονται στη βάση των προβληµάτων
του ψυχωσικού (όπως εξάλλου και του νευρωσικού).
Τι παράξενο πράγµα αυτοί οι λεκέδες σπέρµατος που υπάρχουν
στο ξέστρωτο κρεβάτι, υγρό ασήµαντο κι όµως βάση της ζωής µας, της
δηµιουργίας µας. Τι παράξενο πράγµα αυτή η κοιλιά, αυτό το
σεξουαλικό όργανο που µας εκβάλλει, όπως εκβάλλει επίσης τα άχρηστα
προϊόντα.
Το παιδί δεν κοιτάζει κάτω από τα γυναικεία φουστάνια επειδή
είναι ένας µικρός διεφθαρµένος, αλλά επειδή ψάχνει µια απάντηση για τα
µυστήρια. Δεν είναι τυχαίο που κάποιος ψυχωσικός έγινε γνωστός µε το
παρατσούκλι Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Μήπως δεν αναζητούσε, υπό την
επήρεια εσχατολογικών µανιακών κινήτρων, µια απάντηση στα µυστήρια
των σπλάχνων της ζωής; Εντούτοις σε όλους µας συµβαίνει να
σκεφτόµαστε αυτά τα υπαρξιακά προβλήµατα, χωρίς ωστόσο να
φτάνουµε στην εγκληµατική πράξη. Σε αυτό έγκειται η διαφορά. Στις
αδελφές Παπέν, όλο το µυστήριο της σεξουαλικότητας προβάλλεται στις
πράξεις και στα αντικείµενα που τις περιβάλλουν.
Αγωνιούµε, σαν καλοί νευρωσικοί που είµαστε όλοι µας, γ ι’ αυτά
τα ερωτήµατα και τα εγκαταλείπουµε είτε στο ασυνείδητό µας είτε υπό
τη µορφή ανώδυνου συλλογισµού. Αντίθετα, ο ψυχωσικός θέτει στην
πράξη τα παράδοξα σεξουαλικά ερωτήµατά του.
Στηριζόµενος σε µια άλλη περίπτωση (την περίπτωση Αιµέ), ο
Lacan συνεχίζει τις πρώτες προσπάθειές του προς µια επιβλητική
προσέγγιση της ψύχωσης. Οι άρρωστοι, µας εξηγεί, µεταθέτουν σε πολλά
και ποικίλα πρόσωπα τα ερωτήµατα, τα µίση, τις ερωτικές αµφιβολίες,
σαν να θέλουν έτσι να ξεφορτωθούν αυτά τα συναισθήµατα που τους
βαραίνουν. Στην περίπτωση Αιµέ, για παράδειγµα, η αγωνία δεν είναι πια
δική της, µετατίθεται σε µια διάσηµη ηθοποιό. Οπότε αρκεί να τη σκοτώσει
για να ξεφορτωθεί την αγωνία.
Η αγάπη, το µίσος δεν είναι πλέον συναισθήµατα, έχουν γίνει
πρόσωπα. Όµως τώρα η Αιµέ µπορεί να εµπαίξει την αγάπη παίζοντας µε
το άτοµο. Αλλά η προσπάθεια του ψυχωσικού να ξεφορτωθεί τις
παρορµήσεις του είναι µάταια εφόσον, παρότι δεν καταλαµβάνεται πια
από την αγωνία, διώκτες του καθίστανται τα άτοµα που τον περιβάλλουν,
διώκτες που απεχθάνεται διότι είναι φορτωµένοι µε την εκτοπισµένη
φρίκη. Οι ψυχωσικοί µισούν τους οµοίους τους, αλλά τους αγαπούν
επίσης, αφού δεν είναι παρά οι δικές τους εικόνες.
Καταλαβαίνουµε καλύτερα γιατί από το βάθος της φυλακής της, η
Κριστίν Παπέν ρωτά τι κάνουν τα δυο θύµατά της και δηλώνει “ότι
πιστεύει πως επανήλθαν µε άλλο σώµα”.
Ο Lacan τελειώνει τα πρώτα του γραπτά πάνω στην παράνοια
τονίζοντας τα εξής σχετικά µε τις δυο εγκληµατίες:
Ξεριζώνουν τα µάτια όπως ευνούχιζαν οι Μαινάδες. Η ιερόσυλη
περιέργεια που συνιστά την ανθρώπινη αγωνία από τα βάθη των αιώνων
είναι αυτή που τις εµψυχώνει όταν επιθυµούν τα θύµατά τους, όταν
κυνηγούν στις ορθάνοιχτες πληγές τους αυτό που αργότερα η Κριστίν θα
αποκαλούσε αφελώς, ενώπιον του δικαστή “το µυστήριο της ζωής”. (Ψ
398)